Loading...
 Start Page
Σεπτέμβριος 1918
Κλίκ για μεγέθυνση

Η εκστρατεία της ΙΙΙ Μεραρχίας στη Σερβία (1918)
(Η πείνα τους έστελνε σε κηδείες)

 

Η θρυλική III Μεραρχία έγραψε τη δική της ιστορία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντλούμε ένα εξαιρετικό απόσπασμα από την προ 46ετία, ενδιαφέρουσα ιστορική μελέτη του Πατρινού Ιωάννη Αλεξ. Πικραμμένου για τη δράση της.

Ο Πικραμμένος με την από 29/5/1974 επιστολή του ξυπνά σε όλους μνήμες του παρελθόντος της πόλης, που δεν πρέπει να το αγνοεί κανένας. Γράφει αναλυτικά:

«Η ανακωχή του Πρώτου Παγκόσμιου είχε συναφθεί πάνω στο Δούναβι, το Νοέμβρη του δέκα - οχτώ. Οι Μεραρχίες του Στρατού μας αναπαύονταν από το Σεπτέμβρη. Και μόνον η κατακαημένη ΙΙΙ συνέχιζε τη περιπλάνηση της στη Σερβία, χωρίς ενθαρρυντικές ενδείξεις αν θα βλέπαμε σύντομα Πατρίδα.

Πορευόμαστε κι εμείς με εκείνα τα λιγοστά που μας παραχωρούσαν οι Φραντζέζοι, που εξακολουθούσαν νάναι τ αφεντικά μας (Σ.Σ. η Γαλλία), κι αυτά, με αντάλλαγμα να δουλεύουν οι άνδρες στην επισκευή των δρόμων, λες κι είμαστε αιχμάλωτοι ή δούλοι. Οι καημένοι οι χωριανοί στους οποίους φέρονταν με το γάντι, φίλευαν, που και που τους «Ορτοντόξ» συμμάχους, από το υστέρημα τους. Υπήρχαν όμως και οι «ανοικονόμητοι φαγάδες», που δε ρούπωναν ποτέ και τους έβλεπες να τριγυρνούνε στα χιονισμένα σοκάκια, σαν τους πεινασμένους λύκους.

Ενας από δαύτους, διάσημος, από τις καλές μέρες για τα γαστρονομικά του κατορθώματα, ήταν κι ο Κατσολιάς, Στρατιώτης μεγάλης κλάσης και, επομένως, ανάλογης πείρας, μηχανευόταν τα πάντα, προκειμένου να γεμίσει τη παραδαρμένη του.

Στις κηδείες οι Σέρβοι, συνηθίζουν να φιλεύουν, επί τόπου, παστοχοιρινό και δαμασκηνόρακο, σ' όσους παρηκολούθησαν την εκφορά. Εάν ο εις Κύριον μεταστάς, ήταν «κάποιος», η «μακαριά» συνεχιζόταν στα σπίτια των λυπημένων, στα οποία προσήρχοντο συγγενείς και φίλοι, με το κάτι τι τους. Σ’ αυτά, τα πονεμένα δείπνα, που φορές παίρναν τη μορφή σωστού τσιμπουσιού, ο Κατσολιάς, εφρόντιζε να εγγράφει από το νεκροταφείο υποθήκη και ακολούθως να παρακάθεται, πρώτος και καλλίτερος και να τη τυλώνει, ευλαβώς, μέχρι... πρωίας.

Το κόλπο του Κατσολιά δεν άργησε να βρει μιμητές. Με το θανατικό, που 'χε πέσει στη περιφέρεια, από τύφο και ισπανική γρίππη, οι ευκαιρίες δεν έλειπαν. Εφθανε να παίρνουν εγκαίρως είδηση «που είχαν εκείνη τη μέρα κηδεία», αν και το κολαούζο περίττευε, γιατί τα σκουσμάρια των γυναικών, ακούγονταν μια ώρα δρόμο.

Με τα πρώτα «Ω! Λε… λε… μάϊκωμ», των χαροκαμμένων, η σπείρα ειδοποιείτο ότι και άλλος συνάνθρωπος εγκατέλειψε τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο. Παίρναν, λοιπόν, τον ανήφορο, ακολουθούσαν την εκφορά με σηκωμένους -λόγω θλίψεως- γιακάδες μουρμουρίζοντας ό,τι θεοτικά ξέραν -αδιάφορο, νεκρώσιμα η όχι, προς μεγάλη ικανοποίηση των σπιτικών, ότι ο άνθρωπος τους δεν πήγε αδιάβαστος- γιατί παπάς σ' αυτά τα ορεινά χωριό δεν υπήρχε για όρκο. Κι έτσι... καταδέχονταν τη πρόσκληση, για να πάρουν μέρος στη μακαριά...

Οταν ανεφέρθη στο λοχαγό το κόλπο και τα ονόματα των εθλοντών παρηγορητάδων, απηγορεύθη αυτή η κατάφωρη διακονιά που εξέθετε το Στρατό μας. Γιατί, όσο αφελείς και απονήρευτοι κι αν ήταν, εκείνοι οι βουνήσιοι, δε γινόταν να πιστέψουν ότι οι «Γκρίτσι Μποενίτσι» νοιάζονταν για τη θανή του τάδε Ιβάν από το Σμερντάν ή του δείνα Ντραγόμιρ από τη ρεμματιά της Ρεσνίτσας. Καταλάβαιναν και πολύ καλά μάλιστα ότι ο καυγάς ήταν για το πάπλωμα».

 

Σχετικές Φωτογραφίες

photo

Φόρμα Ενδιαφέροντος

Γραμματεία Συνεδρίου:

  +30 2611 100 410   /    info@endorama.gr

_____

Κάντε την εγγραφή σας στο Newsletter μας:

Εγγραφή

Login / Sitemap

© Copyright 2020 - 2024 Ενδόραμα - Ενδοκρινολογία Διαβητολογία Μεταβολισμός